
Κατά τα μεσάνυχτα άρχισε η καμπάνα να χτυπάει χαρούμενη και να καλνάει τους χριστιανούς να πάνε εκκλησία να δουν το Χριστό να γεννιέται.Τα λυχνάρια άναψαν,τα σπίτια φωτίστηκαν,άνοιγαν μιά μιά οι πόρτες και κινούσαν οι χριστιανοί για την εκκλησία,τουρτουρίζοντας.Η νύχτα ήταν ήσυχη,παγωμένη,χωρίς άστρα.Το αρχοντικό του Πατριαρχέα μονάχα είχε μανταλωμένες τις πόρτες του κι άκουγαν μέσα του,όσοι περνούσαν,βουή μεγάλη από φωνές αντρίκειες και κάπου κάπου ένα ψιλό,ντροπαλό μοιρολόι γυναικείο.
Ο Μανολιός ήταν ξαπλωμένος στο φαρφύ κρεβάτι του γερο-Πατριαρχέα, σφιχτοτυλιγμένος μέσα σε άσπρο λινομέταξο σεντόνι απο τα προυκιά της μάνας του Μιχελή,σφιχτοφασκιωμένος σα νιογέννητο βρέφος.Γύρα του οι σύντροφοι,χλωμοί,αμίλητοι,τον ξενυχτούσαν.Ο Γιαννάκος είχε ακουμπήσει το κεφάλι στα πόδια του Μανολιού κι έκλαιγε ήσυχα,αθόρυβα,παραπονεμένα,σαν παιδί,είχε κουραστεί να φωνάζει και να χτυπιέται,και τώρα ακούμπησε στα πόδια του φίλου του και έκλαιγε.Ο Κωσταντής είχε τρέξει στη Σαρακήνα να φέρει το Μιχελή,δυο τρεις γυναίκες είχαν σωριαστεί σε μια γωνιά,με τα κεφάλια γυρισμένα στον τοίχο,και μοιρολογιούνταν σιγα...
O παπα-Φώτης,σκυμμένος,κοίταζε,κάτω από το αναμμένο λυχνάρι,το πρόσωπο του Μανολιού,γαληνεμένο,κατάχλωμο,με μια μεγάλη μαχαιριά που απλώνουνταν από το δεξιό μελίγγι ως το πιγούνι,κάπου κάπου άπλωνε το χέρι του και του διόρθωνε τα μαλλιά,που ήταν πηγμένα στο αίμα.Κι ύστερα πάλι έσκυβε το κεφάλι και βυθίζουνταν σε λογισμούς.Η γριά Μάρθα του 'χε,τώρα νά,μαντατέψει πως ο Αγάς έχει τρομάξει κι έστειλε μυστικό μαντατοφόρο στο Μεγάλο Χωριό να του πέψουν πεζούρα και καβαλαρία στη Λυκόβρυση,γιατί,λέει,μπήκαν οι μπολσεβίκοι και θέλουν να τον σκοτώσουν.
<< Θα 'ρθουν με τουφέκια και κανόνια κι αλόγατα,συλλογίζουνταν,πώς μπορούμε εμείς να αντισταθούμε;Θα μας ξεκάμουν όλους,πρέπει να φύγουμε,να πάρουμε τα μάτια μας να φύγουμε...Ως πότε,θε μου ώς πότες>>
Άπλωσε το χέρι,χάδεψε αργά,τρυφερά,απελπισμένα το πρόσωπο του Μανολιού.
-Άδικα,άδικα,έδωκες τη ζωή σου,Μανολιό μου,μουρμούρισε.Σκοτώθηκες,πήρες όλα μας τα κρίματα,φώναζες: <<Εγώ έκλεψα,εγώ έκαψα,εγώ σκότωσα!>> για να μάς αφήσουν ήσυχους να ριζώσουμε στα χώματα τούτα.Άδικα...Άδικα!
Άκουγε ο παπα-Φώτης την καμπάνα να χτυπάει γιορτερά και να διαλαλεί πως ο Χριστός γεννήθηκε,πως κατεβηκε στη γης να σώσει τον κόσμο.Κούνησε,αναστέναξε.
-Άδικα,άδικα,Χριστέ μου,μοθρμούρισε.Κοντεύουν δυο χιλιάδες χρόνια,κι ακόμα...ακόμα σε σταυρώνουν.Πότε θα γεννηθείς,Χριστέ μου, να μη σταυρωθείς πια,να ζεις μαζί μας αιώνια;Το παρόν αποτελεί κομμάτι από το <<Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται>> του Ν.Καζαντζάκη.